- παραρρινοκολπίτιδα
- η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού βλεννογόνου που καλύπτει τους παραρρινικούς κόλπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραρρινικοί κόλποι + -ίτιδα*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… … Dictionary of Greek